- τεφροκύανος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει χρώμα κυανό το οποίο αποκλίνει προς το τεφρό, γκριζογάλανος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεφρός «σταχτής» + κυανός «γαλάζιος». Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.